Thursday 3 July 2008

Αη-Στράτης 1953 (της Σοφίας Σιώνα)

Δύσκολα χρόνια για κάθε κάτοικο του νησιού. Πολύτεκνες οικογένειες που ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι περισσότεροι είχαν το λιγότερο πέντε παιδιά και τουλάχιστον εννέα στόματα να θρέψουν. Οι συνθήκες διαβίωσης δύσκολες.
Πρώτος απ΄ όλους στο νησί ο Χαράκος έμαθε πως ζητούνται εργάτες σε μια ξένη και μακρινή ήπειρο, την Αυστραλία με λίγους ακόμα κατοίκους. Φιλόδοξος αλλά και τολμηρός συνάμα αποφάσισε να φύγει και να δοκιμάσει την τύχη του εκεί. Αυτός θεωρείται η αρχή της μετανάστευσης των Αγιοστρατιτών προς την Αυστραλία. Αυτός έκανε πρόσκληση σε αρκετούς νέους του νησιού για να επισκεφτούν την Αυστραλία για μια νέα ζωή.
Για τα παλικάρια αυτά η δουλειά και εκεί ήταν κυρίως αγροτική και το πιάτο το φαί που μπορούσαν να εξασφαλίσουν δεν τους άφησε να ξεχάσουν την πατρίδα και το νησί τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Παντελής Κουτλάκης, 25 χρονών τότε. Έκανε πρόσκληση και έστειλε το εισητήριο στην μεγαλύτερη κόρη του πάτερ Δημήτρη Βιβλιού, τη Δέσποινα 14 χρονών να τον επισκεφθεί στην Αυστραλία με σκοπό τον γάμο. Αυτό γινόταν από αρκετούς νέους που ήθελαν να παντρευτούν μία κοπέλα από το νησί τους. Δύσκολο να αποχωριστεί κανείς την πρωτότοκη κόρη του, πόσο μάλλον όταν αυτή είναι 14 χρονών, και πίσω της ακολουθούν άλλα πέντε παιδιά. Αυτή όμως ήταν και η αρχή της λειτουργίας μιας ολόκληρης φαμίλιας που αριθμεί τώρα γύρω στα 100 μέλη-όλοι κάτοικοι πλέον Αυστραλίας. Τρία αδέλφια με τα παιδιά, τα εγγόνια, τα δισέγγονα τους και τα τρισέγγονα τους, με την ζωή τους όλη να κυλά μέσα από σκληρή δουλειά σε ξένο μέρος, με ξένη γλώσσα και ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες διαβίωσης.
Την Δέσποινα ακολούθησε ο πατέρας της όπου με ένα τριμένο ράσο μπάρκαρε στο “Πατρίς” αφήνοντας πίσω την γυναίκα του Ειρήνη και άλλα πέντε παιδιά. Φτάνοντας εκεί η επισκοπή του δήλωσε πως δεν υπήρχε θέση γι΄αυτόν στην εκκλησία. Έτσι αναγκάστηκε να ξυριστεί και να δουλέψει φορτώνοντας φορτηγά με τσιμέντο. Έπρεπε να ζήσει αυτός και να στείλει χρήματα και στα πέντε παιδιά του που περίμεναν πίσω. Με τον καιρό έμαθε πως η κυβέρνηση της Αυστραλίας έδινε κτήματα στους μετανάστες με δάνειο 10ετίας - 20ετίας και πήγε στο Μπέρι όπου υπέγραψε για ένα κτήμα 15 στρεμμάτων. Το φύτεψε οπωροφόρα δέντρα και άρχισε να το καλλιεργεί. Στο μεταξύ έφερε την οικογένεια του και τον κουνιάδο του Σπύρο Γιακουμή και τον μπατζανάκη του Χαράλαμπο Κουτλάκη. Όλοι δούλευαν απ’ το πρωί μέχρι το βράδι. Έμεναν σε μία καλύβα και έπαιρναν κάθε πρωί ένα μικρό καραβάκι που τους πήγαινε σε κάποιο άλλο μέρος της Αυστραλίας όπου δούλευαν σε ένα εργοστάσιο. Ο καιρός περνούσε και η νοσταλγία μεγάλωνε. Έπρεπε να μάθουν την γλώσσα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να επικοινωνήσουν και να πορευτούν.
Αργότερα αγόρασαν και αυτοί οικόπεδα με δάνειο 20ετίας και έφεραν τις οικογένειες τους από το νησί.
Ο πάτερ Δημήτρης Βιβλιός κατάφερε να χτίσει μία εκκλησία τον Άγιο Δημήτριο στο Μπέρι όπου σιγά-σιγά έγινε γνωστή σε όλους τους Έλληνες μετανάστες της Αυστραλίας. Ζητούσαν να τους παντρέψει εκεί, να τους βαπτίσει τα παιδιά τους. Έτσι άρχισε να τελεί τα καθήκοντα του σαν ιερέας ξανά και να διατηρεί τον ελληνισμό ενωμένο κάτω από την κοινή ορθόδοξη θρησκεία τους.
Δυστυχώς γι’ αυτόν η καρδιά του τον πρόδωσε σε ηλικία μόλις 46 ετών αφήνοντας πίσω γυναίκα και έξι παιδιά, σε ένα τεράστιο κτήμα που έπρεπε να καλλιεργηθεί για να μπορέσουν να ζήσουν. Τα παιδιά τα κατάφεραν, μεγάλωσαν, μορφώθηκαν παντρεύτηκαν και έκαναν τις δικές τους οικογένειες. Η χήρα παπαδιά Ειρήνη Γιακουμή, στάθηκε γιαυτούς μάνα και πατέρας μαζί. Σήμερα, 96 χρονών ζει με μια από τις κόρες της, έχει συχνή τηλεφωνική επικοινωνία με την αδελφή της Ζωή Σιώνα και διατηρεί πάντα τη θύμηση του νησιού και συνεχώς ρωτάει και μαθαίνει τα νέα.
Το παράπονο όλων όταν έρχονται στο νησί είναι ότι χάθηκε αυτό που αφήσαν πίσω τους μετά τον καταστροφικό σεισμό και τη θέση του πήραν οι τυποποιη-μένες κατοικίες της χούντας.