Tuesday 6 January 2009

Ο δικός μου Αη-Στράτης

Βαρέζε, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Έφτασα στον Άγιο Ευστράτιο για πρώτη φορά στα 1992, τη χρονιά που η ταινία του Σαλβατόρε “Μεσόγειος” άφηνε εποχή στις κινηματογραφικές αίθουσες της Ιταλίας και όχι μόνο. Είχε βραβευθεί με το Όσκαρ ως η καλύτερη ξένη ταινία και η οποία, εκτός από το να διηγείται την ιταλο-ελληνική σύρραξη κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τόνιζε στον κόσμο ολόκληρο: Ότι εμείς οι Ιταλοί ακόμη και στον πόλεμο είμαστε περισσότερο “εραστές” παρά “στρατιώτες” (και ότι, άραγε, τον πόλεμο πράγματι δεν ξέρουμε να τον κάνουμε) και ότι, παρόλο που ο Μουσσολίνι είχε εισβάλει στην Ελλάδα με το μόνο παιδιάστικο σκοπό να αποδείξει στους Γερμανούς του Χίτλερ ότι οι Ιταλοί ήταν εξίσου δυνατοί μ’αυτούς, οι Έλληνες όχι μόνο δεν μας είχαν μισήσει, αλλά μάλιστα μας είχαν ανταμείψει με την συνηθισμένη τους φιλοξενία (ούνα φάτσα, ούνα ράτσα).
Τα ήξερα όλα για τον Άγιο Ευστράτιο: ο Άλκης μιλούσε συνέχεια για το νησί, κάθε μέρα. Όταν τον πρωτογνώρισα στο Μιλάνο, μου είπε ότι έμενε στην Αθήνα αλλά ότι ήτανε από τον Άγιο Ευστράτιο, και εγώ, που τότε είχα ήδη επισκεφθεί πολλά ελληνικά νησιά καθώς και όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα, παρακολουθώντας τις περιγραφές του το φανταζόμουν σαν το κλασικό νησί των Κυκλάδων, με τα άσπρα σπίτια με τις επίπεδες στέγες τους, ή σαν τη Σύμη, με τα κομψά αρχοντικά στολισμένα με νεοκλασικές κολόνες, ή σαν τη Μύκονο με τους μύλους, ή σαν το Καστελόριζο της ταινίας “Μεσόγειος”, με τους δρόμους γεμάτους από γυναίκες σαν τη Βάνα Μπάρμπα.
Με είχε όμως προειδοποιήσει ο Άλκης ότι στο δικό του Άγιο Ευστράτιο δεν υπήρχαν ούτε μύλοι, ούτε κολόνες δωρικού ρυθμού. Ότι δεν υπήρχε ένα λιμάνι της προκοπής, ότι δεν υπήρχε καν φούρνος. Ότι είχε απλώς μια εκκλησία, μια ταβέρνα, ένα καφενείο και διακόσιους κατοίκους που μένανε σε σπίτια λίγο πολύ ίδια μεταξύ τους.
Ο Αϊστράτης σαφώς δεν ήταν κόσμημα της αρχιτεκτονικής, άγριος όπως ήτανε, γυμνός, χωρίς τουριστικές υποδομές. Εκεί οι θύελλες ήταν ακόμη πιο σφοδρές, οι τρικυμίες πιο επικίνδυνες, το μελτέμι πιο δυνατό και τα ρεύματα της θάλασσας πιο κρύα. Από κει, τις καθαρές μέρες είχες την εντύπωση πως το Άγιο Όρος βρισκόταν σε δύο μόνο χιλιόμετρα απόσταση. Η πραγματικότητα ήταν ότι αυτός ο παρθένος τόπος βρισκόταν μακριά από τα πλήθη των τουριστών.
Εν τέλει, δεν είχε τίποτα που να μπορεί να προσελκύει τον μέσο τουρίστα.
Αλλά ήταν το νησί του παππού Αλκιβιάδη, της γιαγιάς Ζωίτσας, το νησί του Σπύρου, του πολυαγαπημένου πατέρα του Άλκη. Ο Άλκης λάτρευε τον Άγιο Ευστράτιο.
Και τώρα ναμαι εκεί, μισοκοιμισμένη ακόμα, στο “Αλκαίος”, το 1992, στις πέντε η ώρα το πρωί, όρθια στο αμπάρι αυτού του παλιού καραβιού (στο οποίο όμως, όταν καθόσουνα στα τραπέζια του εστιατορίου, τα γκαρσόνια σ’ έκαναν να νοιώθεις σαν στο Ριτς), εγώ με άλλους πέντε αγνώστους, έτοιμοι να αποβιβαστούμε.
Ήμουν μόνη αλλά καθόλου ανήσυχη, κείνη την πρώτη μου φορά, χωρίς τον Άλκη, που ήταν απασχολημένος με τη δουλειά του στην Ιταλία. Είχα φτάσει κατόπιν πρόσκλησης της πεθεράς μου Μαρίκας, που με είχε γνωρίσει στην Ιταλία τον προηγούμενο χειμώνα.
Πριν κατεβώ από το καράβι έψαξα με το βλέμμα, αριστερά μου εκεί ψηλά, στον βράχο πάνω από το λιμάνι, το σπίτι-πύργο της γιαγιάς Ζωΐτσας και του παππού Αλκιβιάδη, το σπίτι που ούτε οι μπουλντόζες είχαν καταφέρει να γκρεμίσουν. Και το βρήκα να ανυψώνεται εκεί, απλό, γυμνό αλλά και δυνατό, ακριβώς όπως μου το’χε περιγράψει ο Άλκης.
Μπροστά μου, παρατήρησα έναν κύριο με κομψό περπάτημα, τα χέρια στις τσέπες, το πρόσωπο στραμμένο τη μια προς εμένα, την άλλη προς την ανοικτή θάλασσα, το βλέμμα περήφανο, ειλικρινές και διερευνητικό, με ένα χαμόγελο ζεστό και εγκάρδιο. Ήταν ο μελλοντικός μου πεθερός, ο Σπύρος.
Αγάπησα αμέσως τον Αϊστράτη, έτσι όπως αγάπησα αμέσως και τον Άλκη. Ήξερα ότι εκεί ήταν που ήθελα να περνώ όλες τις μελλοντικές μου διακοπές, ότι ήταν εκεί που ήθελα τα παιδιά μας να περνούν τις δικές τους στα ίχνη του προπάππου, του παππού και του πατέρα τους. Τα παιδιά μας θα έκαναν βουτιές στον Μπούμπουνα, θα κοιμούνταν κοιτάζοντας τα αστέρια με την εν-τύπωση πως μπορούν να τα αγγίξουν, θα κολυμπούσαν στα κύματα στο Αρκάρι και θα έτρεχαν στην ακρογιαλιά του Αλωνιτσιού.
Ήμασταν στον Αϊστράτη και φέτος.
Φοβόμουν να γυρίσω, αλλά η Ντιλέττα και η Ηλέκτρα επέμεναν τόσο, το χρειάζονταν τόσο, που τελικά ήρθαμε.
Οι τρείς, μόνες μας, ήρθαμε στον Αϊστράτη ακριβώς γιατί από δω ο Άλκης και ο Σπύρος δε θα φύγουν ποτέ.
Ευχαριστώ όλους τους φίλους, τους συγγενείς, τους γνωστούς που συμπαραστάθηκαν σε μένα και στις κόρες μου.
Ευχαριστώ την Ειρήνη και τον Σπύρο, τη Σοφία και τον Φάνη, τη Γιούλα και τον Γιάννη, την Ελένη και τον Μιχάλη, τη Βαρβάρα και τον Μάκη, τη Μαρία και τον Παντελή, την Ουρανία και τον Θανάση, τη Μαίρη και τον Κώστα, τη Μαίρη και τον Ηλία, τη Ντανιέλα και τον Γιώργο, την Αγγελική και τον Γιάννη, την Ελένη και τον Αγαπητό, την Πόλυ και τον Θανάση, τη Μαρίνα και τον Γιώργο, για τη φιλία τους.
Ευχαριστώ τη Μαίρη, την Αγγελική, τη Μάλαμα, την Αννούλα, για τα ειλικρινά τους χαμόγελα και την ειλικρινή συμπαράσταση στη λύπη μας. Τη Μαριάννα, για την ευγένειά της.
Ευχαριστώ την Ταζί και τον Βίντσεντ, τον Μισέλ και την Μπενεντίκτ, τη Βέρα και τον Δημήτρη, τη Φιλομήλα και τον Μίμη, τη Μαριάννα και τον Κώστα, για το γλυκό και γεμάτο κατανόηση βλέμμα τους.
Ευχαριστώ για την αφοσίωσή τους τον Δημήτρη και την Άννα, τον Αργύρη και τη Βού-λα και τη γιαγιά Δέσποινα, και όχι μόνο για το θαυμάσιο Δεκαπενταύγουστο που περάσαμε μαζί.
Ευχαριστώ τη Δέσποινα και τον Μίμη, τη Δέσποινα και τον Νίκο, για τη βαθιά και απέραντη αγάπη τους. Και για την πολύτιμη βοήθειά τους.
Ευχαριστώ τη Χριστίνα για τα ειλικρινά της δάκρυα. Και τη Γιούλα με τη μεγάλη της καρδιά.
Ευχαριστώ τις κυρίες Νίνα, Βούλα και Ζωζώ για την καθημερινή ζεστασιά και φιλία τους προς τη γιαγιά Μαρίκα.
Ευχαριστώ τη Σταυρούλα για τις πρωινές κουβέντες στο μαγαζί της. Την Ευαγγελία για την αισιοδοξία της.
Ευχαριστώ την κυρία Άννα, την πολυτιμότερη γειτόνισσα, που προσπάθησε να κάνει λιγότερο πικρές τις διακοπές μας και όχι μόνο με τους λουκουμάδες της, την κυρία Βέττα και τον κυρ Δημήτρη, τον Γιώργο, τον κύριο Αναξαγόρα, τον κυρ Δημήτρη, την κυρία Δέσποινα, την κυρία Ελένη, τον Παναγιώτη και τον Παύλο, που μας παραχάιδεψαν.
Ευχαριστώ την Ιωάννα και τον Παναγιώτη, που με διακριτικότητα ήτανε κοντά μας.
Ευχαριστώ όλα τα παιδιά που είναι φίλοι με την Ηλέκτρα, και ιδιαίτερα τον Γιώργο και τη Γεωργία, που την υποστήριξαν με αγάπη.
Ευχαριστώ τις ανέκαθεν φίλες Αλεξάνδρα, Έλενα και Ζωή, καθώς και όλους τους άλλους φίλους της Ντιλέττας, που της δώσανε ασφάλεια και προστασία. Ευχαριστώ ιδίως τη Νάνση.
Ευχαριστώ τη Θεοδώρα, τη Φιλίτσα, την Ει-ρήνη, την Ελένη, την Κατερίνα, την Ελισά-βετ, τη Δέσποινα, τη Νικολέτα, τη Μαρία, τον Τέλη, τον Γιάννη, τον Νίκο, τον Στέργιο και όλα τα παιδιά που αγαπούσαν τον Άλκη, γιατί παρόλο που ήταν ενήλικας, έκρυβε ένα μικρό παιδί μέσα του.
Ευχαριστώ τον Κώστα που, όπως έλεγε ο Άλκης, άμα δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον επινοήσουν.

Ευχαριστώ τον Άγιο Ευστράτιο.
Ντονατέλλα Μανφρίν - Γκέκα